-
1 совесть
-и θ.συνείδηση•голос совести η φωνή της συνείδησης•
не иметь ни стыда ни совести δεν έχω ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση•
спокоиная совесть ήσυχη (αναπαυμένη) συνείδηση.
εκφρ.свобода -и – ελευθερία συνείδησης•на совесть делать что – α) ευσυνείδητα κάνω κάτι. β) στη συνείδηση (επαφίεμαι)•не за страх, а за совесть делать что – όχι από φόβο, αλλά από συνείδηση κάνω κάτι•идти против -и – πηγαίνω αντίθετα προς τη συνείδηση•надо иметь совесть – πρέπει νε έχεις συνείδηση (να μη είσαι ασυνείδητος)•для очистки -и – για να έχω καθαρή τη συνείδηση•по -и сказать и по -иговоря – για να μιλήσω (μιλώντας) ειλικρινά•примириться со своей -ью – συμφιλιώνομαι με τη συνείδηση (ακούω τη φωνή της συνείδησης).